Το Μοντέλο DIR
DIR-Floortime (Παιχνίδι στο πάτωμα)
Το Μοντέλο DIR ονομάζεται συχνά μέθοδος "Floortime", παρόλο που αποτελεί ουσιαστικά μία βασική στρατηγική ενός πιο συνολικού μοντέλου προσέγγισης των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ). Η ονομασία του προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων Developmental, Individual-difference, Relationship-based model και μεταφράζεται στα ελληνικά "Αναπτυξιακό, Εξατομικευμένο και Bασισμένο στο Συναίσθημα (ΑΕΣ) μοντέλο".
Το μοντέλο αυτό έχει αναπτυχθεί από τον Stanley I. Greenspan και την Serena Wieder και παρόλο που δεν είναι τόσο ευρέως γνωστό όσο άλλες παρεμβάσεις για παιδιά με ΔΑΦ χρησιμοποιείται στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Βασικός στόχος του μοντέλου είναι να χτίσει βάσεις για μία υγιή ανάπτυξη του παιδιού σε αντίθεση με στρατηγικές που δίνουν περισσότερη έμφαση στην αντιμετώπιση μόνο των συμπτωμάτων (Greenspan & Wieder, 2006).
Βασική θεωρητική αρχή του μοντέλου είναι πως τα συμπτώματα που παρατηρούνται στις ΔΑΦ είναι αποτέλεσμα μίας βασικής αδυναμίας των παιδιών αυτών να συνδέσουν τα αισθητηριακά ερεθίσματα που λαμβάνονται από το περιβάλλον, με συναισθήματα και στην συνέχεια με συμπεριφορικές αντιδράσεις. Ένα βρέφος που αναπτύσσεται φυσιολογικά βιώνει τον κόσμο και αναπτύσσει τις δεξιότητές του μέσα από το συναίσθημα. Για παράδειγμα, το βρέφος βλέπει το πρόσωπο της μητέρας, βιώνει ένα συναίσθημα ευχαρίστησης και ζεστασιάς, και απλώνει το χέρι του για να την αγγίξει. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί στην συνέχεια να οδηγήσει σε περισσότερες συνδέσεις ανάμεσα στις αισθήσεις, το συναίσθημα και την συμπεριφορά. Η μητέρα χαμογελά και φέρνει το πρόσωπό της πιο κοντά, το βρέφος βιώνει μία θετική συναισθηματική αντίδραση και αγγίζει το πρόσωπο της μητέρας εξεταστικά κλπ.
Βρέφη που ανήκουν σε πληθυσμό υψηλής επικινδυνότητας για να εκδηλώσουν ΔΑΦ ή παιδιά που έχουν διαγνωστεί με την διαταραχή φαίνεται να δυσκολεύονται να κάνουν συχνά αυτές τις συνδέσεις σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με αποτέλεσμα να αποτραβιούνται από τον κοινωνικό κόσμο, να επιδεικνύουν επαναλαμβανόμενες και στερεότυπες συμπεριφορές κλπ. Το συγκεκριμένο μοντέλο επιδιώκει να δώσει την ευκαιρία στο παιδί να βιώσει ευχάριστα συναισθήματα μέσα από την αλληλεπίδραση του με το κοινωνικό περιβάλλον χτίζοντας πάνω στα ενδιαφέροντά του. Η αλληλεπίδραση αυτή οδηγεί σε συναισθηματικά λειτουργική συμπεριφορά, η οποία με την σειρά της οδηγεί σε λειτουργική επικοινωνία, αίσθηση του εαυτού, συμβολική ικανότητα και ανώτερες γνωστικές διεργασίες.
Παρόλο που η παρέμβαση περιλαμβάνει ένα σημαντικό εκπαιδευτικό κομμάτι που δουλεύει συγκεκριμένες δεξιότητες όπως προγράμματα σαν αυτά της Εφαρμοσμένης Ανάλυσης της Συμπεριφοράς, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο να καταφέρει ο γονιός και ο επαγγελματίας να εμπλέξει το παιδί σε έναν κύκλο αλληλεπιδράσεων βασισμένες στο παιχνίδι και την διασκέδαση.
Για παράδειγμα, αντί να μάθει το παιδί πως πρέπει να κοιτάζει τον γονιό, στόχος της παρέμβασης είναι μέσα από την ανάπτυξη ουσιαστικών και αυθόρμητων αλληλεπιδράσεων με το κοινωνικό περιβάλλον το παιδί να θέλει να κοιτάξει το γονιό, έστω και αν είναι για λίγα δευτερόλεπτα αρχικά. Βασική αρχή είναι πως κανένα παιδί δεν είναι τόσο αποτραβηγμένο από τον κοινωνικό κόσμο ώστε να μην μπορεί να το εμπλέξει κάποιος σε ένα πάρε-δώσε φορτισμένο με ευχάριστα συναισθήματα. Σε πρώτο επίπεδο ο γονιός ή ο επαγγελματίας ακολουθεί τις δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντα του παιδιού για να του τραβήξει την προσοχή και να ξεκινήσει μία αλληλεπίδραση, χτίζοντας όμως γρήγορα πάνω σε αυτά τα ενδιαφέροντα για να πετύχει περισσότερους κύκλους αλληλεπίδρασης και να αναπτύξει τις δεξιότητες του παιδιού. Για παράδειγμα, ας πάρουμε ένα παιδί που αδιαφορεί για το περιβάλλον του και ασχολείται μόνο με το να τρίβει ένα κομμάτι ύφασμα στο πάτωμα. Αντί να του πάρουμε το κομμάτι ύφασμα και να προσπαθήσουμε να τον εμπλέξουμε με το ζόρι σε κάποια άλλη δραστηριότητα, μπορούμε να συμμετάσχουμε αρχικά σε αυτή τη συμπεριφορά που φαίνεται να τον ευχαριστεί. Παίρνουμε και εμείς ένα κομμάτι ύφασμα και τρίβουμε μαζί του. Σύντομα μπορεί να αρχίσουμε να τρίβουμε το σημείο που τρίβει εκείνος εμποδίζοντας τον λίγο ώστε να αναγκαστεί να μας κοιτάξει και ίσως να επικοινωνήσει την ενόχλησή του με λεκτικό ή μη τρόπο. Τρίβοντας οι ίδιοι κάθε λίγο και λιγάκι στο σημείο που τρίβει ο ίδιος τον αναγκάζουμε να μετακινείται και πιθανόν σιγά σιγά ξεκινά μία αλληλεπίδραση με την μορφή παιχνιδιού. Σε σπρώχνω λίγο για να τρίψω και εγώ στο ίδιο σημείο με παιχνιδιάρικο ύφος και διάθεση, εσύ πας λίγο πιο πέρα και εγώ σε ακολουθώ και πάλι. Πιθανόν επίσης να πάρουμε το κομμάτι ύφασμα και να το βάλουμε στο κεφάλι μας ώστε να αναγκαστεί να το τραβήξει από πάνω μας. Διατηρούμε πάντα ένα ύφος που δηλώνει πως παίζουμε όπως ίσως θα κάναμε με ένα βρέφος σε ένα παιχνίδι κου κου τσα, χρησιμοποιώντας ήχους και εκφράσεις που φαίνεται να διακινούν το συγκεκριμένο παιδί. Στη συνέχεια μπορούμε να κρύψουμε το ύφασμα στα χέρια μας για να ψάξει να το βρει, ή να ενθαρρύνουμε το παιδί να τρίψει κάποιο σημείο του σώματός μας.
Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουμε να εμπλέξουμε το παιδί σε μία ουσιαστική κοινωνική αλληλεπίδραση. Για ένα παιδί που μπορεί να μιμηθεί λεκτικά, το παιχνίδι θα μπορούσε στην συνέχεια να περιλαμβάνει και λεκτική επικοινωνία π.χ., να πρέπει να μας πει «δώσε μου» ή «φύγε» για να πάμε πιο πέρα από το σημείο του. Στόχος είναι να εμπλέξουμε το παιδί σε έναν κύκλο αλληλεπιδράσεων που να βασίζεται στο συναίσθημα και να χτίζει τις δεξιότητες λεκτικής και μη επικοινωνίας του παιδιού αλλά και επίλυσης προβλημάτων που θα του χρειαστούν στην συνέχεια στην καθημερινή ζωή (π.χ., πώς να τραβήξω το ενδιαφέρον του γονιού, να διεκδικήσω αυτό που θέλω, να εκφράσω κάτι που με ενοχλεί κλπ.). Συγχρόνως, το παιδί μαθαίνει να συνδέει τα αισθητηριακά ερεθίσματα, με το συναίσθημα και τις συμπεριφορικές αντιδράσεις κάτι που θα το βοηθήσει να ξεπεράσει πολλά από τα συμπτώματα που παρουσιάζει με ένα ουσιαστικό και πραγματικό τρόπο. Η ανάγκη για επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και για κοινωνική απόσυρση σταδιακά μειώνεται και το παιδί αρχίζει να μαθαίνει από το περιβάλλον του όπως θα έκανε ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη, έχοντας βέβαια την κατάλληλη καθοδήγηση και πλούτο ευκαιριών για να εξασκήσει αυτές τις δεξιότητες. Τα παιδιά με ΔΑΦ χρειάζονται περισσότερη βοήθεια για να επενδύσουν στον εξωτερικό κόσμο μέσα από τις αισθήσεις τους και μέσα από σχέσεις εμπιστοσύνης, στην συνέχεια μέσα από αλληλεπιδράσεις που βοηθούν την ανάπτυξη της σκέψης και τις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, την χρήση συμβολικών ιδεών και τέλος την χρήση λογικής σκέψης στην καθημερινότητα.
Βασικό στοιχείο της συγκεκριμένης παρέμβασης είναι ο ουσιαστικός ρόλος που κατέχουν οι ίδιοι οι γονείς, οι οποίοι εκπαιδεύονται στις τεχνικές του μοντέλου για να καταφέρουν να εμπλέξουν το παιδί τους σε μια ουσιαστική αμφίδρομη αλληλεπίδραση. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιούν τις τεχνικές αυτές στην καθημερινότητά τους με το παιδί, καθώς επίσης και να εμπλέκονται σε συχνές αλληλεπιδράσεις «floortime» κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συγκεκριμένα το μοντέλο παρέμβασης περιλαμβάνει:
- Συχνές αλληλεπιδράσεις "Floortime" που διαρκούν συνήθως 20-30 λεπτά και μπορεί να περιλαμβάνουν παιχνίδι ή συζητήσεις για παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, τις οποίες μπορούν να πραγματοποιούν οι ίδιοι οι γονείς αλλά και θεραπευτές.
- Αναπτυξιακά κατάλληλες αλληλεπιδράσεις και πρακτικές στα πλαίσια της καθημερινότητας. Μεγάλη έμφαση δίνεται στην εκμάθηση δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια καθημερινών δραστηριοτήτων, π.χ., την ώρα του μπάνιου ή σε μία διαδρομή με το αυτοκίνητο. Προκαλούμενες καταστάσεις στα πλαίσια της καθημερινότητας όπου το παιδί καλείται να λύσει προβλήματα αλληλεπιδρώντας με το κοινωνικό του περιβάλλον (π.χ., βρίσκει την μπανιέρα άδεια όταν του πουν πως είναι ώρα για μπάνιο).
- Δραστηριότητες που βοηθούν στην ανάπτυξη των κινητικών και αισθητηριακών δεξιοτήτων και μπορούν να περιλαμβάνουν συμβολικό και μη παιχνίδι.
- Λογοθεραπεία και εργοθεραπεία εφόσον χρειάζεται.
- Συχνά εβδομαδιαία ραντεβού για παιχνίδι με άλλα παιδιά.
- Οικογενειακή συμβουλευτική.
- Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στα πλαίσια του σπιτιού ή του σχολείου, ανάλογα με το επίπεδο και τις ικανότητες του παιδιού.
Οι ιδρυτές του μοντέλου έχουν ελέγξει την αποτελεσματικότητά του σε μία μελέτη με 200 οικογένειες που είχαν ακολουθήσει το συγκεκριμένο πρόγραμμα για τουλάχιστον δύο χρόνια (Greenspan & Wieder, 1997). Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Οι ερευνητές αναφέρουν καλή εώς πολύ καλή πρόοδο για το 58% των παιδιών, μέτρια πρόοδο για το 25% των παιδιών, και συνεχιζόμενες δυσκολίες για το 17% των παιδιών. Τονίζεται πως τα παιδιά στην πρώτη ομάδα παρουσίασαν συχνά καλύτερη πρόοδο από ό, τι θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί για παιδιά με διάγνωση ΔΑΦ, παρουσιάζοντας αυθόρμητες συμπεριφορές αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας, ανεπτυγμένες δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, δημιουργική και λογική χρήση του λόγου, και αυξημένη ενσυναίσθηση.
Πέρα από αυτή την βασική μελέτη των ίδιων των ιδρυτών του μοντέλου δεν υπήρχαν μέχρι πρόσφατα πολλά εμπειρικά δεδομένα που να υποστηρίζουν την μέθοδο λόγω έλλειψης σχετικών μελετών. Πρόσφατα όμως πραγματοποιήθηκαν δύο ακόμη μελέτες από διαφορετικούς ερευνητές που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μοντέλου (Mastrangelo, 2009· Solomon, Necheles, Ferch, & Bruckman, 2007) καθώς επίσης και τρεις μελέτες που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα αναπτυξιακών παρεμβάσεων που δίνουν έμφαση στην εκπαίδευση των γονιών με τεχνικές που στοχεύουν στην ανάπτυξη συναισθηματικών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο παιδί και το κοινωνικό του περιβάλλον (Aldred, Green, & Adams, 2004· Ingersoll, Dvortscsak, Whalen, & Sikora, 2005· Mahoney & Perales, 2003).
Κατερίνα Μάσχα, MA., Ph.D.
Πηγή:
https://noesi.gr/book/intervention/dir-floortime